- προσκεφαλοειδής
- -ές, Ν1. όμοιος με προσκέφαλο, με μαξιλάρι2. φρ. «προκεφαλοειδής δομή»(πετρογρ.) περιγραφικός όρος για ορισμένες λάβες βασαλτικής, κυρίως, σύστασης, οι οποίες σχηματίζουν σειρές έκχυτων σωμάτων σε σχήμα σάκου, μπαλονιού ή μαξιλαριού με ελλειψοειδή περίμετρο και με διάμετρο μερικών μέτρων.
Dictionary of Greek. 2013.